θαλασσίδιος

θαλασσίδιος
θᾰλασσ-ίδιος, α, ον,
A = θαλάσσιος, χῶροι Hdt.4.199.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θαλασσίδιος — θαλασσίδιος, ία, ον (AM) το ουδ. ως ουσ. εκκλ. το θαλασσίδιον κάλυμμα τής Αγίας Τραπέζης βαμμένο με χρώματα πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μοιρ ίδιος, προικ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσιδίων — θαλάσσιος of fem gen pl θαλάσσιος of masc/neut gen pl θαλασσίδιος fem gen pl θαλασσίδιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσίδιον — θαλάσσιος of masc acc sg θαλάσσιος of neut nom/voc/acc sg θαλασσίδιος masc acc sg θαλασσίδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαττίδιον — θαλασσίδιον , θαλάσσιος of masc acc sg θαλασσίδιον , θαλάσσιος of neut nom/voc/acc sg θαλασσίδιον , θαλασσίδιος masc acc sg θαλασσίδιον , θαλασσίδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσιδίου — θαλάσσιος of masc/neut gen sg θαλασσίδιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”